- αυτοδάικτος
- αὐτοδάϊκτος, -ον (Α)1. αυτός που σκοτώθηκε μόνος του, που αυτοκτόνησε2. πληθ. αυτοί που αλληλοσκοτώθηκαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + -δαϊκτος < δαΐζω «σκοτώνω» (πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος , αὐτοδάικτος self slain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδαίκτως — αὐτοδαΐκτως , αὐτοδάικτος self slain adverbial αὐτοδαΐκτως , αὐτοδάικτος self slain masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδάικτον — αὐτοδάϊκτον , αὐτοδάικτος self slain masc/fem acc sg αὐτοδάϊκτον , αὐτοδάικτος self slain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιδάικτος — ἀρτιδάικτος, ον (AM) αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)] … Dictionary of Greek
δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] … Dictionary of Greek
αὐτοδάικτα — αὐτοδάϊκτα , αὐτοδάικτος self slain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδάικτοι — αὐτοδάϊκτοι , αὐτοδάικτος self slain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)